- σμιγάδι
- σμιγάρι τό , σμιγός ο1) смесь пшеницы с ячменём; 2) мука (из пшеницы с ячменём или с рожью)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σμιγάδι — σμιγάδι, το και σμιγός, ο μείγμα σιταριού και κριθαριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σμιγάδι — και σμιγάρι, το, Ν ο σμιγός. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σμιγάδι < σμιγός + κατάλ. άδι (πρβλ. ασπρ άδι), ενώ ο τ. σμιγάρι < σμιγός + κατάλ. αρι (πρβλ. βλαστ άρι)] … Dictionary of Greek
κριθόπυρον — κριθόπυρον, τὸ (Α) πάπ. μίγμα από κριθάρι και σιτάρι, σμιγάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + πυρον (< πυρός «είδος εκλεκτού σιταριού»), πρβλ. διόσ πυρος, λευκό πυρος] … Dictionary of Greek
σμιγαδοκαλλιέργεια — η, Ν η σύγχρονη σπορά και καλλιέργεια μίγματος σίτου και κριθής ή σίτου και σίκαλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμιγάδι + καλλιέργεια] … Dictionary of Greek
αλωνιάτικο, το — και συνήθ. στον πληθ., αλωνιάτικα η αμοιβή των αλωνιστών: Τα αλωνιάτικα τα πληρώσαμε σε σμιγάδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)